Κέντρο Μελέτης HomeWork
Κέντρο Μελέτης HomeWork
Κόσμος

Πέθανε ο Ντικ Τσέινι: Ο ισχυρότερος Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ και αρχιτέκτονας του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας»

Πέθανε ο Ντικ Τσέινι: Ο ισχυρότερος Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ και αρχιτέκτονας του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» Φωτογραφία: ΑΠΕ-ΜΠΕ/ ΕΡΑ/ Sashenka Gutierrez
Ο 46ος Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Ντικ Τσέινι, υπηρέτησε στο πλευρό του Ρεπουμπλικανού Προέδρου, Τζορτζ Μπους του νεότερου.

Ο Ντικ Τσέινι, ο ισχυρότερος σύγχρονος αντιπρόεδρος των ΗΠΑ και βασικός αρχιτέκτονας του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», που συνέβαλε στην εμπλοκή της χώρας στον ατυχή πόλεμο στο Ιράκ με βάση εσφαλμένες υποθέσεις, πέθανε την Τρίτη (04/11) σε ηλικία 84 ετών.

Πολιτική πορεία και κληρονομιά του Τσέινι

Ο 46ος Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, που υπηρέτησε στο πλευρό του Ρεπουμπλικανού Προέδρου, Τζορτζ Μπους του νεότερου, για δύο θητείες, από το 2001 έως το 2009, υπήρξε επί δεκαετίες μια επιβλητική και διχαστική πολιτική μορφή στην Ουάσιγκτον.

Ωστόσο, σύμφωνα με το CNN, στα τελευταία του χρόνια, ο Ντικ Τσέινι, παραμένοντας σκληροπυρηνικός συντηρητικός, απομονώθηκε σε μεγάλο βαθμό από το ίδιο του το κόμμα λόγω της έντονης κριτικής του προς τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, τον οποίο είχε χαρακτηρίσει ως «δειλό» και ως «τη μεγαλύτερη απειλή όλων των εποχών για τη δημοκρατία».

Σε μια ειρωνική κατάληξη μιας μακράς πολιτικής καριέρας, ο Ντικ Τσέινι είχε δώσει την τελευταία του ψήφο σε προεδρικές εκλογές, το 2024, σε μια φιλελεύθερη Δημοκρατική και επίσης άλλοτε Αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, δηλαδή στην Κάμαλα Χάρις, γεγονός που αντικατοπτρίζει το πώς το λαϊκιστικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είχε στραφεί κατά των παραδοσιακών συντηρητικών αξιών.

Ο Ντικ Τσέινι ταλαιπωρήθηκε από καρδιαγγειακές παθήσεις στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, επιβιώνοντας από μια σειρά καρδιακών επεισοδίων. Παρ’ όλα αυτά, έζησε μια γεμάτη και δραστήρια ζωή και πέρασε πολλά χρόνια σε αποστρατεία ύστερα από μεταμόσχευση καρδιάς το 2012, την οποία χαρακτήρισε σε συνέντευξή του το 2014 ως «το ίδιο το δώρο της ζωής».

Από το Κογκρέσο στη θέση του Αντιπροέδρου

Ο πρώην βουλευτής από το Ουαϊόμινγκ, προσωπάρχης του Λευκού Οίκου και υπουργός Άμυνας, βρισκόταν σε μια ιδιαίτερα προσοδοφόρα θέση στον εταιρικό κόσμο όταν ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος τού ανέθεσε να εξετάσει πιθανούς υποψήφιους Αντιπροέδρους. Η αναζήτηση κατέληξε στο ίδιο το πρόσωπο του Ντικ Τσέινι, ο οποίος ορκίστηκε Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, συνοδεύοντας έναν άπειρο Πρόεδρο που ανέλαβε καθήκοντα ύστερα από μια αμφισβητούμενη εκλογή.

Αν και τα σκίτσα που παρουσίαζαν τον Ντικ Τσέινι ως τον πραγματικό Πρόεδρο δεν απέδιδαν πλήρως τη δυναμική της εσωτερικής ομάδας του Τζορτζ Μπους του νεότερου, εκείνος απολάμβανε την τεράστια επιρροή που ασκούσε παρασκηνιακά.

Η 11η Σεπτεμβρίου τον άλλαξε

Ο Ντικ Τσέινι βρισκόταν στον Λευκό Οίκο, όχι όμως και ο Αμερικανός Πρόεδρος, το πρωινό της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Τη η στιγμή που το δεύτερο αεροπλάνο χτύπησε το Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, όπως είπε, έγινε «ένας άλλος άνθρωπος», αποφασισμένος να εκδικηθεί τις επιθέσεις της Αλ Κάιντα και να επιβάλει την ισχύ των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, με μια νεοσυντηρητική πολιτική αλλαγής καθεστώτων και προληπτικού πολέμου. «Εκείνη τη στιγμή, ήξερες πως επρόκειτο για μια προμελετημένη ενέργεια, ήταν μια τρομοκρατική ενέργεια», είχε αναφέρει σε συνέντευξή του στο CNN το 2002.

Στα επόμενα χρόνια, ο Ντικ Τσέινι αναλογίστηκε το αίσθημα ευθύνης που τον κυρίευσε για να μην ξανασυμβεί παρόμοια επίθεση στις ΗΠΑ. Ωστόσο, οι αντιλήψεις ότι ήταν ο μοναδικός καθοδηγητής του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» και των επεμβάσεων στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, δεν ανταποκρίνονται πλήρως στην πραγματικότητα. Ιστορικές και σύγχρονες πηγές δείχνουν ότι ο ίδιος ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος ήταν αυτός που τις αποφάσισε.

Η εποχή των επιθέσεων και των μυστικών εντολών

Από ένα καταφύγιο κάτω από τον Λευκό Οίκο, ο Ντικ Τσέινι μπήκε σε κατάσταση κρίσης, καθοδηγώντας την αντίδραση των ΗΠΑ, που βρέθηκαν ξαφνικά σε πόλεμο. Έδωσε τη μοναδική εντολή να καταρριφθούν οποιαδήποτε αεροσκάφη είχαν καταληφθεί από αεροπειρατές, εάν κατευθύνονταν προς τον Λευκό Οίκο ή προς το Καπιτώλιο. Οι τακτικές του να κρύβεται σε «άγνωστες τοποθεσίες» ενίσχυσαν την εικόνα του πανίσχυρου άνδρα που κινούσε τα νήματα από τις σκιές. Η επιθετική του στάση και η απαισιόδοξη θέαση μιας χώρας υπό διαρκή απειλή δεν ήταν ακραίες απόψεις εκείνη την περίοδο – μια εποχή τρομοκρατίας με επιθέσεις άνθρακα και ελεύθερων σκοπευτών που ενέτειναν τον φόβο, παρότι δεν σχετίζονταν με την 11η Σεπτεμβρίου.

Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου πυροδότησαν τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, για την ανατροπή των Ταλιμπάν που προστάτευαν την Αλ Κάιντα, με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν να διαφεύγει. Σύντομα, ο Ντικ Τσέινι πίεσε για να επεκταθεί η αμερικανική επιχείρηση στο Ιράκ και στον – τότε – ηγέτη του, Σαντάμ Χουσεΐν, του οποίου τα στρατεύματα είχε εκδιώξει από το Κουβέιτ, το 1991, ως υπουργός Άμυνας του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου.

Πάντως, οι επιθετικές προειδοποιήσεις του Ντικ Τσέινι για τα προγράμματα όπλων μαζικής καταστροφής του Ιράκ, τις υποτιθέμενες διασυνδέσεις με την Αλ Κάιντα και την πρόθεσή του να δώσει όπλα σε τρομοκράτες για να επιτεθούν στις ΗΠΑ, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο να τεθούν οι βάσεις για την εισβολή του 2003.

Αργότερα, εκθέσεις του Κογκρέσου και μεταπολεμικές έρευνες έδειξαν ότι ο Ντικ Τσέινι και άλλοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι διόγκωσαν, παραποίησαν ή δεν απέδωσαν σωστά τις εσφαλμένες πληροφορίες για τα όπλα μαζικής καταστροφής που το Ιράκ τελικά δεν διέθετε. Ένας από τους πιο αμφιλεγόμενους ισχυρισμούς του, ότι ο επικεφαλής αεροπειρατής της 11ης Σεπτεμβρίου, Μοχάμεντ Άτα, είχε συναντηθεί με Ιρακινούς πράκτορες στην Πράγα, δεν τεκμηριώθηκε ποτέ, ούτε από την ανεξάρτητη επιτροπή για τις επιθέσεις.

Ωστόσο, το 2005, ο Ντικ Τσέινι επέμεινε ότι αυτός και οι άλλοι αξιωματούχοι ενεργούσαν βασισμένοι «στις καλύτερες διαθέσιμες πληροφορίες» εκείνη την εποχή. Αν και παραδέχτηκε ότι εκ των υστέρων τα λάθη ήταν προφανή, τόνισε ότι οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι τα δεδομένα «παραποιήθηκαν, υπερτονίστηκαν ή κατασκευάστηκαν», είναι «απόλυτα ψευδής».

«Δεν μετανιώνω για τίποτα»

Οι πόλεμοι σε Ιράκ και Αφγανιστάν οδήγησαν τις ΗΠΑ σε σκοτεινά μονοπάτια, συμπεριλαμβανομένων των «ενισχυμένων ανακρίσεων» τρομοκρατών, που οι επικριτές χαρακτήρισαν ως βασανιστήρια. Παρ’ όλα αυτά, ο Ντικ Τσέινι – που βρισκόταν στο επίκεντρο κάθε πτυχής του παγκόσμιου πολέμου κατά της τρομοκρατίας – επέμενε ότι μέθοδοι όπως το waterboarding ήταν «απολύτως αποδεκτές». Επίσης, ήταν ένθερμος υποστηρικτής της κράτησης υπόπτων στο Γκουαντάναμο χωρίς δίκη – πρακτική που κατακρίθηκε εντός και εκτός ΗΠΑ ως αντίθετη με τις θεμελιώδεις αξίες της χώρας.

Επισημαίνεται ότι ο Ντικ Τσέινι έφυγε από το αξίωμά του με το χαμηλότερο ποσοστό δημοτικότητας, μόλις 31%, σύμφωνα με το Pew Research Center, και μισητός από τους Δημοκρατικούς. Ωστόσο, μέχρι το τέλος της ζωής του, επέμεινε πως δεν μετανιώνει για τίποτα. «Θα το έκανα ξανά μέσα σε ένα λεπτό», είπε το 2014, όταν αντιμετώπισε την αναφορά της Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας που χαρακτήρισε τις μεθόδους ανάκρισης ως «βάναυσες και αναποτελεσματικές».

Για τον πόλεμο στο Ιράκ, είχε πει το 2015 στο CNN το εξής: «Ήταν το σωστό τότε. Το πίστευα τότε και το πιστεύω ακόμα».

«Είναι δειλός»

Οι επιθετικές αντιτρομοκρατικές πολιτικές του Ντικ Τσέινι βασίστηκαν σε μια προσωπική του θεωρία που δικαιολογούσε εξαιρετικές προεδρικές εξουσίες με περιορισμένη επίβλεψη από το Κογκρέσο, σύμφωνες με την άποψή του ότι η εκτελεστική εξουσία είχε αδίκως περιοριστεί μετά το Βιετνάμ και το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ.

Στα τελευταία του χρόνια, όμως, αναδείχθηκε ως σφοδρός επικριτής ενός ανθρώπου που πίστευε ακόμη περισσότερο στις απεριόριστες εξουσίες του Προέδρου, δηλαδή του Ντόναλντ Τραμπ. Ο Ντικ Τσέινι είχε στηρίξει τον Ντόναλντ Τραμπ το 2016, παρά την κριτική του για τις πολιτικές επί Προεδρίας του Τζορτζ Μπους του νεότεροθ και τη μεταμόρφωση των Ρεπουμπλικάνων σε ένα λαϊκιστικό κόμμα. Εντούτοις, το τέλος της πρώτης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ, όταν αρνήθηκε να δεχτεί την ήττα του το 2020 προκαλώντας την εξέγερση της 6ης Ιανουαρίου, τον ώθησε να μιλήσει ανοιχτά.

Η κόρη του, Λιζ Τσέινι, τότε βουλευτής του Ουαϊόμινγκ, θυσίασε μια πολλά υποσχόμενη καριέρα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα για να σταθεί απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ μετά την προσπάθειά του να ανατρέψει το αποτέλεσμα των εκλογών του 2020 και την εισβολή στο Καπιτώλιο τον Ιανουάριο του 2021. Σε μια διαφήμιση για την αποτυχημένη καμπάνια της το 2022, ο Ντικ Τσέινι εμφανίστηκε με καουμπόικο καπέλο και ανέφερε: «Στην ιστορία 246 χρόνων του έθνους μας, δεν υπήρξε ποτέ άτομο που να αποτελεί μεγαλύτερη απειλή για τη δημοκρατία μας από τον Ντόναλντ Τραμπ». Είναι δειλός. Ένας πραγματικός άνδρας δεν θα έλεγε ψέματα στους υποστηρικτές του. Έχασε τις εκλογές του και τις έχασε άσχημα. Το ξέρω εγώ, το ξέρει και εκείνος, και βαθιά μέσα τους, το ξέρουν οι περισσότεροι Ρεπουμπλικάνοι».

Τα πρώτα χρόνια στα δυτικά

Ο Ρίτσαρντ Μπρους Τσέινι γεννήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1941 στο Λίνκολν της Νεμπράσκα. Μεγάλωσε στο Κάσπερ του Ουαϊόμινγκ, όπου γνώρισε τη Λιν Βίνσεντ, το κορίτσι με το οποίο θα παντρευόταν. Εισήχθη στο Γέιλ με υποτροφία, αλλά δεν κατάφερε να προσαρμοστεί και αποβλήθηκε λόγω χαμηλής επίδοσης.

Επέστρεψε στη Δύση για να εργαστεί σε γραμμές ισχύος και συνελήφθη δύο φορές για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ. Σε κομβικό σημείο της ζωής του, η Λιν Βίνσεντ τού έθεσε τελεσίγραφο. Όπως παραδέχτηκε ο ίδιος, «κατέστη σαφές ότι δεν ενδιαφερόταν να παντρευτεί έναν τεχνίτη γραμμής για την κομητεία», είχε πει στο περιοδικό στο περιοδικό «The New Yorker», προσθέτοντας: «Συμμορφώθηκα και εφάρμοσα τον εαυτό μου. Αποφάσισα πως ήταν ώρα να κάνω κάτι με τη ζωή μου».

Κατόπιν, ο Ντικ Τσέινι επέστρεψε στις σπουδές και απέκτησε πτυχίο και μεταπτυχιακό στις Πολιτικές Επιστήμες από το Πανεπιστήμιο του Ουαϊόμινγκ. Παντρεύτηκε τη Λιν Βίνσεντ το 1964. Ο Ντικ Τσέινι άφησε πίσω του τη Λιν Βίνσεντ, τις δυο κόρες του, Λιζ και Μαίρη, και επτά εγγόνια.

Η αθέατη ισχύς στην Ουάσιγκτον

Ο Ντικ Τσέινι άρχισε την πολιτική του καριέρα ως συνεργάτης του – τότε – Αμερικανού Προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον. Αργότερα, επιλέχθηκε από τον Ντόναλντ Ράμσφελντ ως αναπληρωτής προσωπάρχης του Λευκού Οίκου επί Προεδρίας του Τζέραλντ Φορντ και ανέλαβε ο ίδιος τη θέση το 1975.

Ήταν καθοριστικός στην επαναφορά του Ντόναλντ Ράμσφελντ ως υπουργού Άμυνας το 2001, σχηματίζοντας μαζί του ένα ισχυρό παρασκηνιακό δίδυμο κατά τον πόλεμο στο Ιράκ, προς απογοήτευση πιο μετριοπαθών αξιωματούχων όπως ο Κόλιν Πάουελ και η Κοντολίζα Ράις.

Το 1978, ο Ντθκ Τσέινι εξελέγη στη μοναδική έδρα του Ουαϊόμινγκ στη Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ. Υπηρέτησε έξι θητείες, φτάνοντας στη θέση του αρχηγού της μειοψηφίας και αποκτώντας ένα εξαιρετικά συντηρητικό προφίλ. Στη συνέχεια, το 1989, ο – τότε – Αμερικανός Πρόεδρος, Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος, τον επέλεξε για υπουργό Άμυνας. Το Κογκρέσο τον ενέκρινε ομόφωνα (92-0). Ως επικεφαλής του Πενταγώνου, καθοδήγησε την εισβολή στον Παναμά (1989) και την Επιχείρηση «Καταιγίδα της Ερήμου» (1991) που εκδίωξε τον Σαντάμ Χουσεΐν από το Κουβέιτ.

Κατά τη δεκαετία του 1990, ηγήθηκε της εταιρείας Halliburton, με έδρα το Ντάλας.

Υγεία και προσωπικές στιγμές

Η καρδιά του Ντικ Τσέινι παρουσίασε προβλήματα για πρώτη φορά το 1978, όταν ήταν 37 ετών. Ακολούθησαν άλλα τρία καρδιακά επεισόδια, μέχρι τον Νοέμβριο του 2000, λίγο πριν από την εκλογική αναμέτρηση της Φλόριντα.

Τον Ιανουάριο του 2009, παρακολούθησε την ορκωμοσία του – τότε – Αμερικανού Προέδρου, Μπαράκ Ομπάμα, σε αναπηρικό αμαξίδιο. Μάλιστα, το 2010 υπέστη πέμπτο καρδιακό επεισόδιο και το 2012 υποβλήθηκε σε μεταμόσχευση καρδιάς.

Μετά τον Λευκό Οίκο

Ύστερα από την αποχώρησή του από την ενεργό πολιτική, έγραψε δύο αυτοβιογραφίες, η μία για την πολιτική του καριέρα και η άλλη για τα προβλήματα υγείας του. Επίσης, συνέγραψε ένα βιβλίο μαζί με την κόρη του, Λιζ.

Στη συνέχεια, στράφηκε κατά του ίδιου του κόμματός του, επικρίνοντας τη στάση των Ρεπουμπλικανών για την επίθεση στο Καπιτώλιο. Την 6η Ιανουαρίου 2022, ο ίδιος επέστρεψε μαζί με τη Λιζ Τσέινι στη Βουλή, δηλώνοντας: «Είμαι βαθύτατα απογοητευμένος από την αποτυχία πολλών μελών του κόμματός μου να αναγνωρίσουν τη σοβαρότητα της επίθεσης της 6ης Ιανουαρίου και την συνεχιζόμενη απειλή για το έθνος μας». Οι Δημοκρατικοί σηκώθηκαν να τον χαιρετήσουν και η – τότε – Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, τον αγκάλιασε, κάτι που θα ήταν αδιανόητο δύο δεκαετίες νωρίτερα.

Ο Ντικ Τσέινι συνέχισε να επικρίνει τον Ντόναλντ Τραμπ τα επόμενα χρόνια και έφτασε στο σημείο να στηρίξει την – τότε – Αντιπρόεδρο των ΗΠΑ και υποψήφια Πρόεδρο, Κάμαλα Χάρις, στις εκλογές του 2024, λέγοντας : «Είναι καθήκον μας να βάλουμε τη χώρα πάνω από το κόμμα για να υπερασπιστούμε το Σύνταγμα». Άλλωστε, είχε ξεκαθαρίσει ότι ο Ντόναλντ Τραμπ «δεν μπορεί ποτέ ξανά να θεωρείται έμπιστος κατέχοντας εξουσία», παρότι εκείνος κέρδισε τελικά τις εκλογές λίγους μήνες αργότερα.

Πηγή: iEidiseis.gr

Ακολουθήστε το ilialive.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις Ειδήσεις

Σχετικά Άρθρα

Κομιώτης Ιωάννης Γυναικολόγος
Κομιώτης Ιωάννης Γυναικολόγος
ilialive aggelia 300x300
ilialive aggelia 600x600