«Θα επιβάλλουμε αύξηση 25%. Θα αυξήσουμε από το 25% στο 50% τους τελωνειακούς δασμούς στον χάλυβα (που εισάγεται) στις ΗΠΑ, κάτι που θα εγγυηθεί περαιτέρω την ασφάλεια της βιομηχανίας χάλυβα στις ΗΠΑ» εξήγησε ο Τραμπ απευθυνόμενος σε εργαζόμενους της χαλυβουργίας US Steel σε εργοστάσιο στην Πενσιλβάνια, οι οποίοι πανηγύρισαν την εξαγγελία του προέδρου φωνάζοντας ρυθμικά «ΗΠΑ, ΗΠΑ»
Ο Λευκός Οίκος ανέφερε στο X (πρώην Twitter) ότι το μέτρο θα ανακοινωθεί επίσημα «την επόμενη εβδομάδα».
TRUMP PROTECTS AMERICAN STEEL 🇺🇸
— The White House (@WhiteHouse) May 30, 2025
"We are going to be imposing a 25% increase. We're going to bring it from 25% to 50%—the tariffs on steel into the United States of America—which will even further secure the steel industry in the United States." –President Donald J. Trump 🇺🇸 pic.twitter.com/ASaAjXxLDE
«Κανένας δεν θα μπορεί να παρακάμψει» αυτούς τους τελωνειακούς δασμούς, διαβεβαίωσε ο Ντόναλντ Τραμπ από το βήμα, με εργάτες στο ακροατήριο που φόραγαν κράνη και αντανακλαστικά γιλέκα.
Οι δασμοί τίθενται σε ισχύ από την Τετάρτη 4 Ιουνίου.
Εξάλλου, ο Ρεπουμπλικάνος υπερασπίστηκε τη συμφωνία για τη συνένωση –την εξαγορά, στην ουσία– της US Steel και της ιαπωνικής ανταγωνίστριάς της Nippon Steel, την οποία ενέκρινε προσωπικά την περασμένη εβδομάδα και για την οποία ελάχιστες λεπτομέρειες έχουν γίνει γνωστές.
«Το σημαντικότερο είναι ότι η US Steel θα συνεχίσει να ελέγχεται από τις ΗΠΑ, αλλιώς δεν θα έκλεινα αυτή τη συμφωνία», είπε ο Ντόναλντ Τραμπ, σύμφωνα με τον οποίο η Nippon Steel θα επενδύσει 14 δισεκατομμύρια δολάρια «στο μέλλον» της αμερικανικής χαλυβουργίας.
Η υπόθεση της εξαγοράς, στην οποία εναντιωνόταν για καιρό ο πρόεδρος, βρέθηκε στην καρδιά της προεκλογικής εκστρατείας του 2024, κυρίως διότι αφορά πάνω απ’ όλα την Πενσιλβάνια — πολιτεία στρατηγικής σημασίας σε εκλογικό επίπεδο κι επίσης λίκνο της χαλυβουργίας στις ΗΠΑ.
Στα τέλη του 2023, οι δυο βιομηχανικοί όμιλοι είχαν ανακοινώσει σχέδιο για την εξαγορά της US Steel από τη Nippon Steel έναντι τιμήματος 14,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αλλά ο Δημοκρατικός τέως πρόεδρος Τζο Μπάιντεν την εμπόδισε λίγες εβδομάδες προτού αποχωρήσει από τον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο, επικαλούμενος λόγους ασφαλείας. Ο Ντόναλντ Τραμπ αποφάσισε να την επανεξετάσει και εν τέλει την ενέκρινε υπό όρους.